- ἀκανθολάβος
- ἀκανθο-λάβος, ὁ,A instrument for extracting thorns, ibid.:—also [suff] ἀκανθο-λαβίς, ἡ, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακανθολάβος — ο εργαλείο για το μάζεμα αγκαθιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκανθα + λάβος < έλαβον, λαμβάνω] … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
ακανθολαβίς — ( ίδος), η ο ακανθολάβος … Dictionary of Greek
δεξιολάβος — δεξιολάβος, ο (AM) 1. λογχοφόρος 2. στον πληθ. δεξιολάβοι φρουροί, φύλακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + λάβος < (θ.) λαβ (έλαβον) τού λαμβάνω (πρβλ. ακανθολάβος, αστρολάβος κ.ά.)] … Dictionary of Greek